- στάλιξ
- -ικος, ἡ, Α1. πάσσαλος, κυρίως αυτός στον οποίο δένονται τα κυνηγετικά δίχτια2. (κατά τον Ησύχ.) «στήλη».[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί είτε από τη συνεσταλμένη βαθμίδα σταλ- τού στέλλω (πρβλ. στήλη) είτε, πιθανότερα, από τη συνεσταλμένη βαθμίδα στă- τού ἵστημι*, με υγρό ένθημα -l- και παρέκταση -ι-κ-ς (πρβλ. κλᾴξ < *κλā[F]-ι-κ-ςβλ. και λ. κλείδα)].
Dictionary of Greek. 2013.